νεβρειος

νεβρειος
    νέβρειος
    2
    сделанный из оленьей кости
    

(αὐλός Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νεβρειος" в других словарях:

  • νέβρειος — νέβρειος, ον (Α) [νεβρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεβρό ή προέρχεται από νεβρό, από νεογνό τού ελαφιού (α. «νέβρεια ὀστέα», Καλλίμ. β. «νέβρειοι αὐλοί», (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • νέβρειος — of a fawn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέβρειον — νέβρειος of a fawn masc/fem acc sg νέβρειος of a fawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρείους — νέβρειος of a fawn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρείων — νέβρειος of a fawn masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέβρεια — νέβρειος of a fawn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέβρειοι — νέβρειος of a fawn masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»